- ἐχιδνήεις
- ἐχιδν-ήεις, εσσα, εν, = foreg., Nic.Th.209; δίφρος ἐ.A drawn by vipers, Nonn.D.13.191.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχιδνήεις — ἐχιδνήεις, εσσα, εν (Α) [έχιδνα] 1. εχιδναίος, όμοιος με έχιδνα «ἐχιδνήεσσαν μορφήν», Νικ.) 2. συρόμενος από έχιδνες («δίφρος ἐχιδνήεις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κατάλ. ηεις, (πρβλ. αυγ ήεις, φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
ἐχιδνήεντα — ἐχιδνήεις drawn by vipers neut nom/voc/acc pl ἐχιδνήεις drawn by vipers masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνήεντες — ἐχιδνήεις drawn by vipers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνήεντι — ἐχιδνήεις drawn by vipers masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνήεσσαν — ἐχιδνήεις drawn by vipers fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek